Τεχνικός της ασφαλιστικής εταιρίας, υπεύθυνος για τον καθορισμό των ασφαλίστρων και την εν γένει λειτουργία του συμβολαίου.
Αντασφάλεια
Η ασφάλιση των πλεοναζόντων ποσών σε αντασφαλιστικές εταιρίες.
Ασφαλιζόμενος
Το πρόσωπο υπέρ της ζωής του οποίου έχει συναφθεί το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
Ασφάλιση
Η ανάληψη μεγάλου αριθμού ομοειδών κινδύνων, όπου το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να είναι τυχαίο, να συμβεί μέσα σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο π.χ. έτος, να προκαλεί οικονομική ζημία καθορισμένου ύψους, το δε ασφάλιστρο να είναι ανάλογο της πιθανολογούμενης ζημίας.
Ασφάλιση επιβίωσης
Η ασφάλιση κατά την οποία το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο καταβάλλεται στη λήξη του συμβολαίου εφόσον ο ασφαλιζόμενος ζει.
Ασφάλιση ζωής
Συμβόλαιο μεταξύ 2 μερών, όπου ο συμβαλλόμενος με την καταβολή του ασφαλίστρου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, υποχρεώνει την Ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει στον ίδιο ή τους δικαιούχους το συμφωνηθέν κεφάλαιο μετά τη λήξη του συμφωνηθέντος χρονικού διαστήματος.
Ασφάλιση θανάτου
Η ασφάλιση κατά την οποία το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο καταβάλλεται στους δικαιούχους σε περίπτωση θανάτου κατά τη διάρκεια ασφάλισης.
Ασφάλιση – Κοινωνικός ρόλος
Μεγαλύτερη εξασφάλιση σε μεμονωμένα άτομα και οικογενειάρχες και επιχειρήσεις προλαμβάνει επιπτώσεις ζημιών. Προλαμβάνει οικονομική εξασθένιση. Ανακουφίζει την Πολιτεία από την παροχή υπηρεσιών πρόνοιας.Δημιουργεί πηγή κεφαλαίων που επενδύονται σε κρατικά ομόλογα και διοχετεύονται στον ιδιωτικό τομέα μέσω χρηματιστηρίου.
Ασφάλιση μικτή
Η ασφάλιση εκείνη κατά την οποία το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο καταβάλλεται είτε με τη λήξη του συμβολαίου στο συμβαλλόμενο είτε σε περίπτωση θανάτου στους δικαιούχους.
Ασφαλιστική εταιρία
Οικονομικός οργανισμός, ο οποίος με τα ασφάλιστρα των πολλών, ομαδοποιεί τον κίνδυνο, ελαχιστοποιώντας έτσι το οικονομικό βάρος.
Ασφαλιστικός σύμβουλος
Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ πελάτη και ασφαλιστικής εταιρίας.
Ασφάλιστρο
Χρηματικό ποσό, που καταβάλει ο συμβαλλόμενος, ως απόρροια του ασφαλιστήριου συμβολαίου.
Αυτόματη εξόφληση ασφαλίστρων
Λαμβάνει χώρα σε περίπτωση αδυναμίας εξόφλησης δόσης, αρκεί να μην είναι μεγαλύτερη από την αξία εξαγοράς του συμβολαίου.
Δάνειο
Ποσό που μπορεί να δανειστεί ο συμβαλλόμενος από την εταιρία με εγγύηση την αξία του συμβολαίου τη στιγμή του δανεισμού.
Δικαιούχος
Το πρόσωπο που ορίζεται από τον συμβαλλόμενο και στο οποίο καταβάλλεται το ασφάλισμα συμβολαίου ζωής σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου.
Ενιαίο ασφάλιστρο
Εφάπαξ καταβολή ασφαλίστρου στην αρχή της ασφάλισης.
Επασφάλιστρο
Επιπλέον ασφάλιστρο, αντίστοιχο του αυξημένου κινδύνου που μπορεί να παρουσιάσει ο υποψήφιος πελάτης.
Κίνδυνος
Το τυχαίο και αβέβαιο γεγονός που μπορεί να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά μια οικονομική δραστηριότητα τα θετικά επακόλουθα είναι ευεργετικά. Τα αρνητικά έχουν καταστροφικές συνέπειες. Η πιθανότητα να επέλθει το τυχαίο ή αβέβαιο γεγονός μπορεί να οριστεί μαθηματικά ή στατιστικά και έτσι μπορούμε να αναφερόμαστε στον κίνδυνο με την ασφαλιστική έννοια του όρου (ασφαλίσιμος κίνδυνος).Η πιθανότητα να συμβεί το τυχαίο και αβέβαιο γεγονός αποκλείεται ή ελαχιστοποιείται με την επένδυση μέρους των κερδών σε ασφάλιση.
Κίνδυνος – Αντιμετώπιση
Το κόστος του κινδύνου ονομάζεται ασφάλιστρο και προκύπτει από τον τύπο:Ασφάλιστρο = (Ρ x Ζ) + ΕΡ = η πιθανότητα της συμβαίνουσας ζημιάςΖ = το κατά μέσο όρο ύψος της ζημιάςΕ = έξοδα και περιθώριο κέρδους.
Κίνδυνος – Μετάθεση και διασπορά
Ο ασφαλιστικός σύμβουλος, το φυσικό πρόσωπο της ασφαλιστικής εταιρίας, φροντίζει για τη σωστή διαχείριση του κινδύνου έχει τη δυνατότητα διασποράς του κινδύνου, εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή των αντασφαλιστών. Αναλαμβάνει μεγάλους αριθμούς ομοειδών κινδύνων, εξασφαλίζοντας την καλύτερη προβλεψιμότητά τους. Έχει εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία.
Μαθηματικό απόθεμα
Το ποσό που η Εταιρία υποχρεούται να αποθεματοποιεί και να επενδύει, βάση των όρων του συμβολαίου, ώστε να δημιουργεί την αξία στη λήξη του.
Περίοδος χάριτος
Προθεσμία 30 ημερών κατά την οποία το συμβόλαιο είναι σε ισχύ, χωρίς να έχουν πληρωθεί τα ασφάλιστρα.
Πίνακας θνησιμότητας
Πίνακας με τον αριθμό θανάτων που στατιστικά συμβαίνουν σε μια ομάδα ασφαλισμένων, μέσα σε δεδομένη χρονική περίοδο.
Συμβόλαιο – Ακύρωση
Διαγραφή από τα βιβλία της εταιρίας συμβολαίου, για οποιονδήποτε λόγο πλην θανάτου, πληρωμής κεφαλαίου ή λήξης.
Συμβόλαιο – Αξία εξαγοράς
Πόσό που καταβάλλεται στο συμβαλλόμενο, όταν το συμβόλαιο διακόπτεται μετά από αίτησή του.
Συμβόλαιο – Αποζημίωση
Καταβάλλεται στον ασφαλιζόμενο όταν επέλθει ο κίνδυνος που αναφέρεται ρητά στο συμβόλαιο.
Συμβόλαιο – Προσθήκες
Ειδικά προσαρτήματα στο συμβόλαιο που μπαίνουν για να επεκτείνουν τις συνήθεις παροχές.
Συμβόλαιο – Συμβαλλόμενος
Το πρόσωπο το οποίο έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.